συνδυασμός

συνδυασμός
ο
1) сочетание; комбинация;

συνδυασμός παράνομης και νόμιμης δουλείας — сочетание нелегальной и легальной работы;

2) сопоставление, проведение аналогии;
3) см. σύνδεση 3; 4) список кандидатов (партии, блока, группировки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συνδυασμός" в других словарях:

  • συνδυασμός — a being taken two together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… …   Dictionary of Greek

  • συνδυασμός — ο 1. συνταίριασμα: Δεν είναι καλός ο συνδυασμός των χρωμάτων. 2. τοποθέτηση ανά δύο: Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού θα ωφελήσει πολύ την υγεία του. 3. εναρμόνιση μέσων προς εξασφάλιση της επιτυχίας: Κατάφερε με διάφορους συνδυασμούς να κερδίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… …   Dictionary of Greek

  • συνδυασμοῖς — συνδυασμός a being taken two together masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμοί — συνδυασμός a being taken two together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμοῦ — συνδυασμός a being taken two together masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμούς — συνδυασμός a being taken two together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμῶν — συνδυασμός a being taken two together masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμῷ — συνδυασμός a being taken two together masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμόν — συνδυασμός a being taken two together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»